- κάγκελος
- κάγκελος και κάγκελλος, ὁ (AM)μσν.κιγκλιδωτό κλουβί για θηρίααρχ.κιγκλίδωμα αφετηρίας σε ιπποδρόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάγκελο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάγκελος — cancelli masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγκελοι — κάγκελος cancelli masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκέλου — κάγκελον cancelli neut gen sg κάγκελος cancelli masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκέλων — κάγκελον cancelli neut gen pl κάγκελος cancelli masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκέλῳ — κάγκελον cancelli neut dat sg κάγκελος cancelli masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγκελον — cancelli neut nom/voc/acc sg κάγκελος cancelli masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)